παρενοχλεῖ

παρενοχλεῖ
παρενοχλέω
cause
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
παρενοχλέω
cause
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
παρενοχλέω
cause
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
παρενοχλέω
cause
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρενόχλει — παρενοχλέω cause pres imperat act 2nd sg (attic epic) παρενοχλέω cause pres imperat act 2nd sg (attic epic) παρενοχλέω cause imperf ind act 3rd sg (attic epic) παρενοχλέω cause imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μανίκας — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Αρματολός από τη Ρούμελη. Μετά την καθαίρεση του Λάμπρου Σουλιώτη από το αρματολίκι των Σαλώνων διορίστηκε στη θέση του. Ως αρματολός ήρθε σε σύγκρουση με τις ομάδες των κλεφτών της περιοχής και ιδιαίτερα με τους… …   Dictionary of Greek

  • παρενοχλώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. παρεμποδίζω κάποιον όχι φορτικά στην εργασία του: Τα μικρά παιδιά παρενοχλούν τους μεγάλους στο σπίτι. 2. διαταράζω την ησυχία: Το πλαϊνό εργαστήρι μας παρενοχλεί τα μεσημέρια. 3. για το στρατό, δεν αφήνω τον εχθρό να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”